- δαιμονοπαθής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που έχει κυριευτεί ή νομίζει ότι έχει κυριευτεί από δαίμονες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δαιμονοπαθής — ( ούς), ές 1. αυτός που κατέχεται από δαίμονα 2. ιατρ. όποιος πάσχει από δαιμονοπάθεια … Dictionary of Greek
δαιμονομανής — ( ούς), ές 1. αυτός που νομίζει ότι κατέχεται από δαίμονα, ο δαιμονοπαθής 2. ο προσηλωμένος φανατικά στη δαιμονολατρία 3. ο ασχολούμενος εντατικά με έρευνες σχετικές με τους δαίμονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων ( ονος) + μανής < μαίνομαι. Η λ.… … Dictionary of Greek